διάταγμα

διάταγμα
Όρος που χαρακτηρίζει μία κατηγορία –τη σημαντικότερη– πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας, των οποίων όμως τα όρια και το περιεχόμενο έχουν μεταβληθεί κατά την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και άλλων χωρών ή έγιναν αντικείμενο αμφισβητήσεων. Όσο περισσότερο το πολίτευμα πλησιάζει προς την απολυταρχία ή η διάκριση των εξουσιών είναι ανύπαρκτη ή ασαφής τόσο πιο δυσχερής είναι η διάκριση μεταξύ νόμου και δ., όπως για παράδειγμα στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ή ακόμα στη δική μας οθωνική απολυταρχία. Σύμφωνα με μία παράδοση που ανάγεται στην αθηναϊκή δημοκρατία (διάκριση νόμου-ψηφίσματος) αλλά αναπτύχθηκε συστηματικά στο νεότερο συνταγματικό πολίτευμα των ευρωπαϊκών χωρών, το δ. είναι υποταγμένο στον νόμο και είτε αποβλέπει στην κατ’ εφαρμογή του νόμου διενέργεια ατομικών πράξεων είτε αφορά τη γενικότερη εφαρμογή ενός νόμου, οπότε μπορεί να περιέχει δευτερεύοντες, μη αυτοτελείς αλλά εξαρτημένους από τον ίδιο τον νόμο, κανόνες εκτέλεσης. Σύντομα αναγνωρίστηκε, ωστόσο, η κατά το σύνταγμα αρμοδιότητα του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας για έκδοση δ. γενικού περιεχομένου, ανεξάρτητα από νόμο που προϋπάρχει και χωρίς ειδική άδεια της νομοθετικής εξουσίας· και τα δ. αυτά, όπως και τα προηγούμενα, όφειλαν ωστόσο να περιέχουν κανόνες που αφορούσαν αποκλειστικά την οργάνωση και τη λειτουργία της διοίκησης. Οπωσδήποτε, με αυτό τον τρόπο αναγνωρίστηκε μία ιδιαίτερη κανονιστική εξουσία του ανώτατου άρχοντα, η οποία διεύρυνε σε έκταση και σημασία τον κύκλο των δ. Είναι, ωστόσο, ευνόητο ότι σε καθεστώς έντονου κρατικού παρεμβατισμού τα όρια αυτής της κανονιστικής εξουσίας είναι ασαφή και γι’ αυτό μπορεί να προκύψουν αμφισβητήσεις όσον αφορά τη διάκριση των θεμάτων που ανήκουν στον νόμο και εκείνων που ανήκουν στο δ. (αυτό έγινε, για παράδειγμα, στη Γαλλία όπου το σύνταγμα της 5ης Δημοκρατίας αναγνώρισε ρητά ιδιαίτερη κανονιστική εξουσία στον πρόεδρο της δημοκρατίας). νομοθετικό δ.Αποκαλείται γενικά το δ. το οποίο, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, περιέχει κανόνες δικαίου και τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο ουσιαστικής ισχύος με τον νόμο. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται πολλά είδη δ. όπως: α) τα αναγκαστικά νομοθετικά δ., τα οποία εξομοιώνονται με τους αναγκαστικούς νόμους, β) τα νομοθετικά δ. κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, δηλαδή αυτά που εκδίδονται ύστερα από ειδική άδεια της νομοθετικής εξουσίας που παρέχεται με νόμο. Τη συνταγματική εγκυρότητα αυτών των δ. αναγνώρισε η νομολογία, άλλοτε επικαλούμενη συνταγματικό έθιμο και άλλοτε ερμηνεύοντας ορισμένες συνταγματικές διατάξεις. Τα νομοθετικά δ. παραμένουν, από τυπική άποψη, διοικητικές πράξεις που ελέγχονται από το Συμβούλιο της Επικρατείας όσον αφορά την επακριβή τήρηση των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Προεδρικό διάταγμα της 14ης Μαρτίου 2000, που ορίζει τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών (φωτ. ΑΠΕ). Αστυνομικός θυροκολλεί στη Βουλή προεδρικό διάταγμα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (AM διάταγμα
Μ και διάταμαν) [διατάσσω]
νεοελλ.
1. έγγραφη διαταγή τής εκτελεστικής εξουσίας για ερμηνεία ή εκτέλεση νόμου
2. συμβουλή, νουθεσία («αφήνει τα διατάματα και τ' αρμηνέματα», Ερωτόκριτος)
μσν.
νόμος
αρχ.
1. προσταγή, διαταγή
2. συμφωνία, διακανονισμός
3. διάθεση περιουσίας με διαθήκη
4. φρ. «κατά το διάταγμα» — κατά τα συμφωνημένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διάταγμα — ordinance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάταγμα — το έγγραφο του κράτους που διατάζει την εφαρμογή ή την ερμηνεία ενός νόμου: Εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα για τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων του δημοσίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιματηρό διάταγμα — Διάταγμα που εκδόθηκε από τον Ερρίκο Η’ της Αγγλίας, με το οποίο τιμωρούσαν με θάνατο οποιονδήποτε δίδασκε εναντίον της μετουσίωσης, της αγαμίας του κλήρου, της λειτουργίας και της ξεχωριστής για τον καθένα εξομολόγησης. Είχε εκδοθεί για να… …   Dictionary of Greek

  • διαταγμάτων — διάταγμα ordinance neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάγμασι — διάταγμα ordinance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάγμασιν — διάταγμα ordinance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάγματα — διάταγμα ordinance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάγματι — διάταγμα ordinance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάγματος — διάταγμα ordinance neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”